Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 2 Απριλίου 2023



ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ ΣΕΡΡΩΝ
 
 
ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ  ΤΩΝ  ΒΑΙΩΝ
 
ΓΙΩΡΓΟΣ  Κ.  ΚΥΡΜΕΛΗΣ
 
Οἱ  δύο αὐτές ἡμέρες-ἡ πρώτη κυρίως- εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ζωῆς  ἔναντι τοῦ θανάτου.  Ἀνάσταση πρό τῆς Ταφῆς τοῦ Μεγάλου Νεκροῦ. Αἴσθημα χαρμολύπης Πρόγευση τῆς μεγάλης νίκης. Σωστά τοποθετημένη, διότι τά δεινά πού θά ἀκολουθήσουν εἶναι τό ἀβάσταχτο Πάθος. Ποιός μπορεῖ νά σταθεῖ στή σκιά τοῦ  Μαρτυρίου τοῦ   Ἀθώου ἀμέριμνος;   Ἡ φύση θά φρίξει.  Ὁ  ἤλιος θά σκοτεινιάσει. Τά μνημεῖα  θ’  ἀνοίξουν.Τό  καταπέτα      σμα τοῦ Ναοῦ θά σχιστεῖ  στά δυό.  Ὁ κόσμος θά μοιάσει πώς χάνεται.  Ὃλα αὐτά σέ λίγο. Στό  ἀκρότατο σημεῖο κατάπτωσής του ὁ ἄνθρωπος. Σταυρωτής χωρίς οἶκτο, σταυρωτής τοῦ Θεοῦ. Φρίκη.  Ἡ θλίψη καί ἡ ὀδύνη θά ὑπερπερισσεύσουν.  Ὁ θάνατος θά φανεῖ  θριαμβευτής.  Τό κακό θά  ἀναδυθεῖ, θά ἐπιπλεύσει, πρός στιγμήν, τροπαιοῦχο.
    Ἐδῶ λοιπόν ἡ ἀγάπη τῆς   Ἐκκλησίας ἀναφαίνεται στοργική, ὃπως  ἁρμόζει σέ μάνα πού προφυλάσσει τά παιδιά της. Πρίν ἀπ’ τό θάνατο τοῦ Θεοῦ προβάλλει τήν ἀνάσταση τοῦ  ἀνθρώπου. Παρηγοριά καί κουράγιο στούς ὀλιγόψυχους. Μᾶς δίνει νά δοκιμάσουμε λίγο ἀπό τό  ἀναστάσιμο δεῖπνο. Νά προγευθοῦμε τό μέγα καλό καί πρῶτο πού  αἀκολουθεῖ. Νά προγευθοῦμε  τή ζωή πού θά δώσει  τό Μέγα Δεῖπνο.
Τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας. Θά δώσει τήν ἀρχή, τήν ἔναρξη  μιᾶς ἄλλης βιωτῆς,  ἄλλης ζωῆς, τῆς αἰώνιας.
Ναί, μᾶς λέει: Αὐτό εἶναι τό μέλλον τοῦ  ἀνθρώπου, τῶν  ἀνθρώπων: ποιό;  ἡ  «ΚΟΙΝΗ  ΑΝΑΣΤΑΣΗ».  Κι αὐτό εἶναι πού διαφοροποιεῖ τήν πίστη τῆς  Ἐκκλησίας  ἀπ’  ὃποια  ἄλλη πίστη, μεταφυσική καί φιλοσοφία. Γιατί πολλές θρησκεῖες κήρυτταν τή μετά θάνατο ζωή, τήν «πέραν τοῦ τάφου» ζωή. Μά ὄχι τήν ὁλόσωμη   ἀνάσταση τοῦ  ἀνθρώπου. Τοῦτο  εἶναι τό  ἀνήκουστο.  Αὐτό εἶναι τό θαῦμα.   Ἀπό τόν τάφο τοῦ  Λαζάρου δέ βγῆκε ἡ ἀθάνατη ψυχή του, μά ὁλόσωμος ὁ τεθνηκώς , ὁ πεθαμένος Λάζαρος.  Ὃπως «προδοκώντας ἀνάστασιν νεκρῶν» θά βγοῦμε  ὃλοι μας, «παγγενής ὁ   Ἀδάμ». Τοῦτο εἶναι ἡ μεγαλη παρηγοριά μας. Παρηγοριά γιά τό δικό μας μέλλον πού δέν εἶναι τοῦ θανάτου, μά τῆς ζωῆς. Παρηγοριά καί γιά τά δεινά, τά ἀπάνθρωπα, τούς ὀνειδισμούς, τούς κολαφισμούς, τούς ἐμπτυσμούς, τά μαστιγώματα, τή δυστυχία καί, βέβαια, τό  θάνατο. Αὐτόν πού θά γευθεῖ ὁ Υἱός τοῦ  Θεοῦ σέ λίγες μέρες καί πού ὃλα τοῦτα τά δεινά εἶναι  καί δικά μας , τῆς  ζωῆς μας αὐτῆς, τῆς κατατρεγμένης ἀπό  ὃ,τι κακό  ὑπάρχει.  Ἐδῶ θά ἤθελε ὁ ὑπογράφων νά σταθεῖ γιά λίγο: στήν ξεχασμένη αὐτή  ἀλήθεια τῆς  πίστης μας: στήν δική μας ἀνάσταση, τήν τόσο βεβαία, ὃσο καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.  Αὐτή εἶναι ἡ πιό βασική καί οὐσιώδης πίστη μας, τό Α καί τό Ω.  Αὐτό τό «προσδοκοῦμε»  ἀνάσταση, ὁ κόσμος μας τό ξεχνάει. Καί μπλέκεται σέ μωρίες καί τεχνάσματα ψυχολογικά καί παρηγορητικά γιά ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί τά παρόμοια.  Ὁ  ἄνθρωπος δέν θ’  ἀναστηθεῖ μισός, μόνο ψυχή.  Ἡ διδασκαλία αὐτή, τῆς ἀθανασίας μόνο τῆς ψυχῆς, εἶναι παντελῶς ξένη ἀλλά καί ἀντίθετη  πρός τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.  Ὁ   ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ψυχή, οὔτε βέβαια μόνο σῶμα, ὃπως οἱ ὑλισταί διακηρύττουν καί ζοῦν.  Ἡ περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς φιλοσοφική ἀντίληψη κάνει  μάταιη τή  θυσία τοῦ  Χριστοῦ.  Ἔτσι κι ἀλλοιῶς ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη. Ὃμως  ὁ  ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐκπεσόν πνεῦμα, μιά ἄϋλη ψυχή, πού περιβλήθηκε, πού ντύθηκε τήν ὓλη καί φυλακισμένος ἀσφυκτιᾶ σάν σέ  δεσμωτήριο(Πλάτων-Πλωτῖνος), ὄχι. Εἶναι, ὁ  ἄνθρωπος,  ἓνα πλῆρες καί ὁλοκληρωμένο ψυχοσωματικό ὄν, ἀκέραιο, ὡραῖο, πού ἄνω-θρώσκει, στά ὑψηλά καί ὡραῖα, στά θεϊκά. Αὐτόν τόν  ἄνθρωπο  ἦλθε νά λυτρώσει, ψυχῆ τε καί σώματι, ὁ Χριστός. Αὐτοῦ τοῦ  ἀνθρώου τή σάρκα προσέλαβε ὃλη, μέ ὃλες τίς  ἰδιότητές της: μέ τήν πεῖνα, τή δίψα, τό φόβο, καί μάλιστα τόσο, ὣστε «ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὠσεί θρόμβοι αἳματος». Τόν ὁλοκληρωμένο λοιπόν  ἄνθρωπο, τόν ἀγωνιζόμενο μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή, τόν καθημερινῶς αἱματούμενον, αὐτόν πού πεθαίνει ἦλθε νά λυτρώσει. Γιατί  ἀλλοιῶς μάταια ὃλα: καί  Πάθος καί Σταυρός καί  Ἀνάσταση. Διότι τελικῶς  ἐρωτᾶται: Τίνος πράγματος γιορτάζουμε τό Πάσχα; Τήν ἀνάσταση τῆς  ψυχῆς  τοῦ Χριστοῦ;. Μά τό ἀθάνατο δέν πεθαίνει. Πρός τί ὃλα αὐτά τά πανηγύρια;  Ὃλα  μάταια καί τερατώδη, μιά πελώρια  ἀπάτη;   Ἀλλά  ΟΧΙ. Δέν εἶναι αὐτή ἡ  πίστη μας.  Ὁ Χριστός ἀνέστη ὁλόσωμος, ὃπως ὁλόσωμος  ἐτάφη, γενόμενος παράδειγμα καί μάλιστα «πρωτότοκος» τῆς  δικῆς μας  ἀνάστασης. Γιά μᾶς  ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὄχι γιά τόν ἑαυτό Του.   Ἐκεῖνος δέν εἶχε  ἀνάγκη τῆς  ἀνάστασης, ἀφοῦ  εἶναι ἡ  αὐτοζωή.  Πρωτότοκος θά πεῖ τό πρῶτο παιδί τῆς μάνας, πού διακρίνεται ἀπό τίς ἄλλες γέννες. Κι αὐτές εἴμαστε ἐμεῖς οἱ λοιποί, τά ἄλλα Του ἀδέλφια πού τόν ἀκολουθοῦμε. Θά προσέλθουμε πολλοί τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα νά κοινωνήσουμε. ΤΙ; Τό Σῶμα καί τό Αίμα Του, τό πραγματικό του Σῶμα, πού καί σάρκα καί ὀστᾶ εἶχε. Γι αὐτό πιστεύω πώς τό Πάσχα συγκινεῖ  τόσο πολύ καί τόσο βαθειά τόν  ἄνθρωπο. Γιατί ὁ καθένας βλέπει μέσα ἀπό τήν ἀνάσταση  Ἐκείνου τή δική του ἀνάσταση. Γι αὐτό συμμετέχουμε μέ ὃλη τήν ὓπαρξή μας στή μεγάλη γιορτή. Καί μάλιστα συμμετέχουν  κι ἐκεῖνοι πού  ἡ ψυχή τους ἔχει νεκρωθεῖ, μά πολύ θά ἤθελαν νά εἶναι ζωντανή. Ἔρχονται ὃμως, κάτι βαθύ τούς σμπρώψχνει, ἔρχονται καί  μετέχουν τῆς μεγάλης  γιορτῆς τό βράδυ τοῦ  Μ.Σαββάτου, τό βράδυ τῆς Ἀνάστασης.
 
Κι ἓνα ἄλλο σημεῖο νά τονίσουμε. Πώς ἡ   Ἐκκλησία μας θεωρεῖ τίς δυό  αὐτές γιορτές, τήν  Ἀνάσταση του Λαζάρου καί τήν Κυριακή τῶν Βαίων, μιά καί ἀξεχώριστη.   Ἡ σημασία τους εἶναι κοινή: ὁ προεικονιζόμενος θρίαμβος πρίν τό Πάθος, ἡ παρηγορία καί  ἡ  ἐνίσχυση ὃλων μας. Οἱ δυό αὐτές γιορτές εἶναι τό πρελούντιο, ἡ εἰσαγωγή σέ μιά  περίοδο πού θά μποροῦσε κανείς νά τήν παρομοιάσει μέ στιγμές ἔκρηξης πυρηνικῆς βόμβας μεγατόνων. Μεγατόνων ὃμως λυτρωτικῆς μουσικῆς, πανδαισίας λυτρωτικῆς, ἔκχυσης ἄπειρης ἀγάπης, πού ρέει ἀπό τό Σταυρό στό Μνημεῖο κι ἀπό κεῖ οἱ πίδακες τῆς ζωῆς πετάγονται στά οὐράνια ὓψη, μά προπάντων στίς μισοπεθαμένες ἀνθρώπινες ψυχές, ἐμβολιάζον τάς τες μέ τήν αὐτοζωή, μέ τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό πρέπει νά  μετάσχουμε στά τελούμενα μέ φόβο Θεοῦ, μέ περισυλλογή, μέ  ἄκρα σιωπή, ἀκροποδιτί, θά ἔλεγα. Μέ «καύση καρδίας». Μά καί μέ τή συναίσθηση πώς  τήν  ἀπόσταση πού θά  ἔπρεπε νά διανύσουμε ἐμεῖς γιά νά φθάσουμε ψηλά, τή διανύει  Ἐκεῖνος δίπλα μας, βαστώντας μας ἀπό τό ἀδύναμο χέρι. Μέ τή θυσία Του τραβάει «παγγενή τόν  Ἀδάμ»,  ὃλη τήν ἀνθρωπότητα, ἀπ’ τό σκοτάδι τοῦ  θανάτου στό φῶς τῆς ζωῆς. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῶν μυστηρίων, τό «σεσιγημένον», πού σιωπηλά καί εὐγνώμονα τό ἀποδεχόμαστε οἱ πάντες. Ναί, ἀπαιτεῖ  ἡ πρόσληψή του τή σιωπή μας.   Ὄχι λόγια, οὔτε κἄν εὐσεβῆ.  Ὄχι κηρύγματα γιατί τό ὑποβιβάζουν. Ἡ τελευταία πρόταση  ἀναφέρεται κυρίως στούς ποιμένες μας, μικρόβαθμους καί μεγαλόβαθμους, πού, «ἐνθουσιαμένοι ἐνθουσιασμόν ἄκαιρον», τουλάχιστον χαλοῦν τήν ἁγιότητα τῆς ἀτμοσφαιρας τῶν ναῶν.  Ἄλλωστε μόνα τους τά τελούμενα  φωνήν ἀφιέντα ὁμιλοῦν στίς ψυχές ὃλων, ἀκόμη καί στά ἄψυχα τοῦ ναοῦ. Νά προσέλθουμε λοιπόν καί νά βιώσουμε, ὃσο γίνεται βαθειά, σεμνά καί σιωπηλά. «σεμνῶς καί  ἱεροπρεπῶς», ὃπως πρέπει.
 ΚΑΛΗ ΑΝΑΝΣΤΑΣΗ